Ήθη και Έθιμα

Ήθη και Έθιμα


Ο Κουκκουμάς

Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο Κλήδονας , αρχαίο έθιμο, που σε άλλα μέρη της Ελλάδας τελείται στις 24 Ιουνίου ημέρα των γενεθλίων του Ιωάννη του Βαπτιστή του Λαμπαδιάρη . Στη Σύμη όμως ονομάζεται Κουκκουμάς και γίνεται στις 2 Μαΐου , για να γιορτάσουν και οι σφουγγαράδες πριν φύγουν με τις μηχανές και τις καγκάβες για το ψάρεμα του σφουγγαριού.

Το έθιμο αυτό συγκινούσε περισσότερο τα νιάτα γιατί ήταν αφιερωμένο σαυτά.  Ήταν η ημέρα της γυναίκας που στη Σύμη τη γιόρταζαν στις 2 Μάιου . Κάθε συνοικία έβγαζε το δικό της Κουκκουμά, που επειδή ήταν αφιερωμένος στις γυναίκες, αυτές αναλάμβαναν τις λεπτομέρειες για τη γιορτή.

Έφτιαχναν κατάλογο με τους καλεσμένους που ήταν τα παλικάρια της ενορίας και αυτοί έπρεπε να τηρούν την τάξη και πλήρωναν και τα έξοδα της γιορτής. Aρχιζε με τη μεταφορά του αμίλητου νερού που το έβαζαν σε ένα αργυρό δοχείο , το ξυστί, μέσα στο οποίο τα κορίτσια έριχναν τα δαχτυλίδια τους.

Κατά την προετοιμασία οι οργανώτριες έφτιαχναν ψωμάκια για τα κορίτσια που έπαιρναν μέρος.  Θα τα έτρωγαν μετά τη λήξη της τελετής , πριν κοιμηθούν, και επειδή κατά την προπαρασκευή τους έριχναν στη ζύμη πολύ αλάτι , αυτές θα διψούσαν και το πιο πιθανό ήταν να έβλεπαν στο όνειρό τους κάποιο νέο να τους προσφέρει νερό. Αυτός θα ήταν ο μελλοντικός τους σύντροφος. Μετά έλεγαν το τραγούδι:

1 ος  στίχος

(Ν)α βγάλουμε   το  κουκκουμά  (ν) άβγει χαριτωμένη

(N)α βγάλουμε   το  κουκκουμά . (επωδός)

2 ος  στίχος

(Ν)α βγει της Παναγιάς ο γιος και της κυράς η κόρη

(Ν)α βγει της Παναγιάς ο γιος . (επωδός)

Τον πρώτο στίχο τον τραγουδούσε πρώτα μόνη της η οργανώτρια και μετά τον τραγουδούσαν οι υπόλοιπες χτυπώντας τα χέρια ρυθμικά.

Μετά έλεγαν άλλα δίστιχα τραγούδια. Το πρωινό πρόγραμμα της γιορτής έκλεινε το μεσημέρι και μετά από τρίωρο διάλειμμα  άρχιζε το κυρίως εορταστικό πρόγραμμα με καλεσμένους τους νέους της συνοικίας. Το απόγευμα μόλις συγκεντρώνονταν , η οργανώτρια έδινε το σύνθημα για την έναρξη της γιορτής.

Μετά έψελναν το τραγούδι του Κουκκουμά  και μόλις τελείωναν άρχιζε  ο χορός που άνοιγε η οργανώτρια με πρώτο το συρτό (πολίτικο). Μετά χόρευαν τη Συμιακιά σούστα, τον αντικριστό χορό που χρειάζεται επιδεξιότητα και σβελτάδα και τελειώνει μόλις κουραστεί ο χορευτής.

Η γιορτή συνεχιζόταν μέχρι αργά τη νύχτα με μεγάλο κέφι. Όλοι έφευγαν ευχαριστημένοι και ιδιαίτερα οι σφουγγαράδες που θα θυμούνταν με νοσταλγία τη γιορτή ψαρεύοντας στα αφιλόξενα νερά της Αφρικής.

Η Φάλλια

Όπως κάθε πρωτοχρονιά , το ίδιο και τη Λαμπροδευτέρα , χρέος κάθε Συμιακού ήταν να εκκλησιαστεί στη “ναννουριά” του δηλαδή στην ενορία του . Έπρεπε μάλιστα να προσέλθει στο ναό , αυτός και η οικογένειά του, πριν από τη δοξολογία πράγμα δύσκολο γιατί οι περισσότεροι ήταν ξενυχτισμένοι από το γλέντι, και γι’ αυτούς που έμεναν σε μακρινή συνοικία, επειδή ο όρθρος την ημέρα εκείνη άρχιζε πολύ νωρίς. Τους περισσότερους τους έπιανε η “φάλλια” .

Αποτέλεσμα της φάλλιας  ήταν η επιβολή τιμωρίας στον παραβάτη ή στους παραβάτες. Στα παλιά χρόνια υποχρέωναν τους παραβάτες  να καθίσουν σε μια πολυθρόνα που έμοιαζε με σκυριανή καρέκλα με ψηλό ακούμπισμα , και άναβαν μια λαμπάδα μπροστά τους, τιμωρία που προκαλούσε τα γέλια και την καλοκάγαθη χαιρεκακία των άλλων.

Στα νεότερα χρόνια το έθιμο αυτό άλλαξε τρόπο τελετής. Μετά την απόλυση της εκκλησίας , που συνήθως τελείωνε  γρήγορα, οι επίτροποι κάθε ναού με επικεφαλής τους ιερείς και τους ψάλτες και  με το λάβαρο της Ανάστασης πήγαιναν στα σπίτια εκείνων που τους είχε πιάσει η φάλλια  .

Έραιναν με ανθόνερο το σπίτι και τους ενοίκους , έψελναν μαζί τους το « Χριστός Ανέστη » και έπαιρναν το σχετικό χρηματικό δώρο για την εκκλησία. Επειδή η επίσκεψη της «Ανάστασης» στο σπίτι  ήταν ευπρόσδεκτη, γι’ αυτό μερικοί αργούσαν επίτηδες να φθάσουν στην εκκλησία.

Η Καλοχρονιά

Από του Σταυρού και έπειτα άρχιζε η Καλοχρονιά.  Οι γλεπιοί σταματούσαν τη φύλαξη των περιβολιών. Όλο το καλοκαίρι τα προφύλαγαν από την εισβολή των καλοθελητών που τους αρέσει να βολεύονται με τους ξένους κόπους.

Από του Σταυρού όμως και έπειτα η είσοδος στα περιβόλια ήταν  ελεύθερη για το μάζεμα  των φρούτων που είχαν μείνει ατρύγητα από τους ιδιοκτήτες τους. Η είσοδος τότε στα αφύλακτα περιβόλια , ειδικά των παιδιών, έμοιαζε με πραγματική επιδρομή.. Δεν άφηναν ούτε λότι στις συκιές ή ρόγα στα μαδημένα κλήματα.

Ακόμη και τα άγουρα φραγκόσυκα , τις γριές που λέμε στη Σύμη, που είχαν απομείνει ζαρωμένα στα στεγνά φραγκοσυκόφυλλα, δεν άφηναν τα παιδιά. Πριν όμως φτάσει η καλοχρονιά οι ιδιοκτήτες με μεγάλη προσοχή μάζευαν τους καρπούς από τα παραφορτωμένα δέντρα , γιατί δεν το είχαν σε καλό να αφήσουν κάτι για το έθιμο.

Ωστόσο από την προσοχή τους ξέφευγε κανένα λότι κανένα φραγκόσυκο και καμιά φορά και μερικές ρόγες σταφυλιού. Για να μη γυρίζουν όμως τα παιδιά με άδεια χέρια όταν η « επιδρομή» τους δεν απέδιδε μάζευαν αχλάδες , δηλαδή άγρια αχλάδια, ή κρούκουκα * που ήταν ώριμα εκείνη την εποχή.

Τις αχλάδες τις άφηναν κρυμμένες στον αποκρέβατο*  σκεπασμένες με άχυρα και στάχτη ώσπου να ωριμάσουν. Τα λότια όμως τα έψηναν το ίδιο βράδυ , όταν γύριζαν από την καλοχρονιά σε καμινάκια που έχτιζαν με ξερολιθιά.

Η καλοχρονιά διαρκούσε τρεις ημέρες.

*κρούκουκα: Φθινοπωρινός καρπός με τρία κουκούτσια
*αποκρέβατος: Ο υποκρέβατος, χώρος κάτω από το κρεβάτι (σουφά) που χρησιμοποιούνταν και σαν αποθήκη.
Η Σύμη μας